- έρρειθρος
- ἔρρειθρος, -ον (Α)αυτός που σχηματίζει ρείθρο, που διοχετεύεται με ρείθρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ρείθρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔρρειθρον — ἔρρειθρος canalized masc/fem acc sg ἔρρειθρος canalized neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)